Σελίδες

ΤΜΗΜΑ ΕΝΤΑΞΗΣ 6ου ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ ΑΙΓΑΛΕΩ

Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2012


Το Κόκκινο Παραμύθι (της Στεφανίας)

...Μια σειρά από ζωγραφιές της Στεφανίας Βελδεμίρη, αλλά και η πρόσφατη παραμονή μου στα Καστέλλια, γέννησαν αυτό το παραμύθι, που ξεπήδησε από τα πράσινα μπιζέλια που φαντάστηκα βλέποντας την πρώτη ζωγραφιά για να με οδηγήσει μαγικά εκεί που ήθελε...
Τήρησα πιστά τις αρχές της "Παραμυθοσαλάτας" που πρώτος δίδαξε ο Τζιάνι Ροντάρι. Έτσι τήρησα και αυτά που καταγράφω στο "Γονείς για πρώτη φορά" και στο κεφάλαιο "Πως αν φτιάχνουμε ιστορίες για παιδιά"... Όμως ας μη λέω πολλά κι ας αρχίσει το Παραμύθι

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ

Η πριγκίπισσα έφτασε βράδυ στο παλάτι. Είχε χάσει τη συνοδεία της μέσα στην καταιγίδα που άρχισε ξαφνικά... Ζήτησε να την φιλοξενήσουν.
"Είμαι πριγκίπισσα", τους είπε.
"Αληθινή πριγκίπισσα;" τη ρώτησε η βασίλισσα.
"Ναι!" απάντησε αυτή.
Η βασίλισσα δεν την πολυπίστεψε, όμως για να σιγουρευτεί κάλεσε τις καμαριέρες και τους είπε:
"Θα βάλετε τα πιο χοντρά μας στρώματα στο κρεβάτι και από πάνω τα πιο μαλακά παπλώματα. Κάτω -κάτω θα βάλετε αυτό το μπιζέλι". Και έβγαλε από το κομψό της τσαντάκι ένα καταπράσινο μικρό μπιζέλι και τους το έδωσε. Αυτές έκαναν όπως τους είπε η βασίλισσσα και ετοίμασαν το δωμάτιο για την πριγκίπισσα...

Η πριγκίπισσα έκανε μπάνιο, έφαγε μαζί με το βασιλικό ζεύγος και το νεαρό όμορφο πρίγκιπα και μετά κουρασμένη έπεσε να κοιμηθεί αγκαλιά με την κούκλα της, που δεν αποχωριζόταν ποτέ. Της την είχε φτιάξει η βασίλισσα γιαγιά της, από νήμα βουτηγμένο σε χρώμα από παπαρούνες και κόκκινες ανεμώνες...

Κοιμήθηκε χαμογελαστή και ονειρεύτηκε μια βροχή από μπιζέλια. Έβγαινε λέει και τα μάζευε και μαγείρευε μια μυρωδάτη μπιζελόσουπα. Σαν αυτή που άρεσε και στην "πράσινη πριγκίπισσα" όπως της έλεγε η γιαγιά της.

Υπήρχαν πάντα ιστορίες με χρωματιστές πριγκίπισσες και μια σειρά από χρωματιστές κούκλες που έφτιαχνε πάντοτε η γιαγιά από τα πιο ανθεκτικά νήματα και από χρώματα που μάζευε από τη φύση.

Όταν τα χρώματα τέλειωσαν, η γιαγιά έφυγε για μακρινό ταξίδι και κανείς δεν την ξαναείδε... Πάντοτε όμως η πριγκίπισσα μας τη θυμόταν με τον πιο γλυκό και όμορφο τρόπο. Η γιαγιά συχνά την επισκεπτόταν και στα όνειρά της. Όπως αυτό το βράδυ που ήρθε για να της πει το μυστικό της μπιζελόσουπας. Πώς να μην έχει λοιπόν τον πιο τρυφερό ύπνο;


Κι έτσι το άλλο πρωί η πριγκίπισσα, που ακόμη κανείς δεν ήξερε το όνομά της σηκώθηκε πρώτη με τη γεύση της νόστιμης μπιζελόσουπας στο στόμα. Ο άνηθος, το καρότο, το λεμόνι και κυρίως η ανάσα του περιβολιού ένα καλοκαιρινό βράδυ. Η πριγκίπισσα μας είχε γνωρίσει το δεύτερο μικρό περιβόλι της γιαγιάς. Την βοηθούσε να σκαλίζει και αν ποτίζει. Έκοβαν μαζί τα ώριμα λαχανικά και τα έβαζαν στο καλάθι τους. Κάθε εποχή είχε τους δικούς της θηασυρούς: Μαρούλια, πράσινα και κόκκινα λάχανα, κρεμμυδάκια, πράσα, σπανάκι, άνηθος, μάραθος και μαϊντανός, αγκινάρες, κουκιά, αρακάς και μπιζέλια, φακές, τομάτες, αγγουράκια, μελιτζάνες, κολοκυθάκια με τους ανθούς τους...

Όλοι θυμόντουσαν την ιστορία του πρώτου περιβολιού και συχνά γελούσαν:
Τότε, η γιαγιά βασίλισσα, που δεν ήταν μια καθόλου συνηθισμένη βασίλισσα είχε απαιτήσει, είχε κάνει το παλάτι άνω -κάτω για να της δώσουν ένα χώρο ολοδικό της. Αυλικοί και υπηρέτες, κηπουροί και ιππότες, κυνηγοί και γελωτοποιοί, παραμάνες και μαγείρισσες ήθελαν να κάνουν αυτές τη δουλειά αντί για εκείνη. Τα βασιλικά χέρια δεν πρέπει να ανακατεύονται με χώμα!
Έλα όμως που η γιαγιά δεν άκουγε κανένα. Και έφτιαξε μόνη, ολομόναχη το περιβόλι της. Και είχε όλο το χρόνο, όλα τα καλά, που τα μοιραζόταν με χαρά.
"Αφήστε με να δίνω! Μόνο αυτό θέλω"
Αυτό το περιβόλι γευόταν τώρα στριφογυρίζοντας τη γλώσσα της στο στόμα... Και έτσι χαμένη στις σκέψεις της βρέθηκε στον κήπο του παλατιού. Και τότε ανακάλυψε ότι ο όμορφος πρίγκιπας είχε ξυπνήσει πριν από εκείνη. Και με τη φαντασία του γέμιζε τα γυμνά κλαδιά των δέντρων με ρόδια:
Στη ζωγραφιά του...
Εκείνος ήταν τόσο απορροφημένος που δεν την κατάλαβε. Και όσο χαρούμενα ήταν αυτά που ζωγράφιζε, τόσο μελαγχολικός φαινόταν ο ίδιος. Λες και η μικρή κορώνα βάραινε αβάσταχτα το κεφάλι του.
Το κεφάλι του που έλαμψε -σκέτο χρυσάφι- κάτω από την πρώτη ακτίνα του ήλιου... Και τότε την είδε.
Προσπάθησε με απελπισία να διακρίνει πάνω της ίχνη αϋπνίας. Όμως αυτή ήταν ροδαλή και λαμπερή. Ακόμη πιο όμορφη κάτω από τον ήλιο, από ότι με το φως των κεριών. Η καρδιά του πρίγκιπα πετάρισε φυλακισμένη. Για εκείνη τα ρόδια όλου του κόσμου... Όμως...
Μήπως κοιμήθηκε καλά; Μήπως δεν κατάλαβε το μπιζέλι που είχε βάλει η βασίλισσα μητέρα του κάτω από στρώματα και παπλώματα; Μήπως δεν ήταν αληθινή πριγκίπισσα;
Δεν θα τον άφηναν ποτέ να παντρευτεί μια κοινή θνητή. Όσο όμορφη και καλή κι αν ήταν.
Κι αυτό όχι γιατί ήταν φαντασμένοι. Κάθε άλλο. Κι ο ίδιος ο πρίγκιπας παιδί του έρωτα ήταν. Ένας φτωχός ράφτης ο πατέρας του που αντίθετα από εκείνον του παραμυθιού, δεν χρειάστηκε να κάνει κανένα κατόρθωμα για να κερδίσει την καρδιά της όμορφης πριγκίπισσας. Μια ματιά έφτανε!
Άλλα ξέρετε... Πολλοί φθονούν την ευτυχία. Κι ένας τέτοιος κακός μάγος, που ονειρευόταν την αγκαλιά και τα πλούτη της τότε πριγκίπισσας, καταράστηκε το πρώτο τους παιδί να μεταμορφωθεί σε χελιδόνι, αν ποτέ παντρευόταν από έρωτα...
Η καλή νεράιδα (ευτυχώς πάντοτε κάπου μια καλή νεράιδα αγρυπνά κοντά μας) κατάφερε να αλλάξει λίγο την κατάρα και έτσι ο πρίγκιπας θα μπορούσε να παντρευτεί από έρωτα, αλλά μόνον μια αληθινή πριγκίπισσα.
Τον προετοίμαζαν λοιπόν -θέλοντας και μη- για το μέλλον που τον περίμενε. Του απαγόρευαν οποιαδήποτε επαφή με τον απλό κόσμο, μήπως τυχόν συναντούσε κάποια κοπελίτσα και την ερωτευόταν. Και τον έχαναν για πάντα από κοντά τους. Σαν αποδημητικό πουλί...

Ο μικρός πρίγκιπας ήταν μελαγχολικός όσο και να προσπαθούσαν να τον διασκεδάσουν οι γονείς του. Του έκαναν τα πιο όμορφα δώρα. Είχε ένα δωμάτιο με ό,τι θα επιθυμούσε ένα παιδί: Αρκουδάκια, σφεντόνες, τρενάκια, καραβάκια και χρυσά σπαθιά. Παγωτά σε όλες τις γεύσεις του κόσμου: μέντα, αγριοφράουλα, ροδάκινο, βατόμουρο, λεμόνι, σοκολάτα, βανίλια αληθινή... Τίποτε δεν μπορούσε να το κάνει να χαμογελάσει. Μέχρι που μια μέρα...

2.
…Ο μικρός πρίγκιπας είχε γίνει πέντε χρονών, όταν η βασίλισσα μαμά του τον φώναξε ένα ανοιξιάτικο πρωινό στον κήπο. Ήταν τόσο όμορφη η μαμά του με το κόκκινο φόρεμα και τα μακριά μαλλιά της μπλεγμένα σε κοτσίδες… Του χάρισε πινέλο και χρώματα, Του έδειξε και κάτι που το είπε «καβαλέτο».

-Θα σου δείξω πώς να γεμίζεις το άσπρο με χρώματα. Θα σου δείξω πώς να κρατάς τις αγαπημένες σου εικόνες για πάντα μαζί σου. Μέχρι το σούρουπο ο κήπος είχε μαγικά γίνει πίνακας και για πρώτη φορά το χαμόγελο είχε ανθίσει στο πρόσωπο του μικρού πρίγκιπα.
…Τα χρόνια περνούσαν και ο πρίγκιπας μεγάλωνε και ομόρφαινε. Η ζωγραφική ήταν η μόνη του παρηγοριά. Μόνο που τώρα δεν ζωγράφιζε πια μόνον αυτά που έβλεπε, αλλά και όσα ήταν αόρατα στους άλλους. Όλα εκείνα που θα μπορούσαν να υπάρχουν αν ο κόσμος ήταν διαφορετικός. Αν σταματούσε που και που για να ονειρευτεί. Αν κοιτούσες ας πούμε προσεκτικά στον ουρανό θα έβλεπες ξεκάθαρα πως μέσα στο γεμάτο βροχή σύννεφο κρυβόταν ένα παραμυθένιο κόκκινο κάστρο. Μια ολόκληρη πόλη γεμάτη ζωή. Κόκκινη.

Και η πριγκίπισσα χωρίς όνομα λάτρευε το κόκκινο. Από όλες τις ιστορίες με τις χρωματιστές πριγκίπισσες που της έλεγε η γιαγιά της ήταν αυτή με την κόκκινη πριγκίπισσα. Μήπως γιατί ήταν η πρώτη;
Αυτές οι ιστορίες ξεκίνησαν με κάτι ξεχασμένες ζωγραφιές που βρήκε μια μέρα η γιαγιά στο μαγικό της μπαούλο. Έδειχναν όλες ένα κοριτσάκι σε διάφορες ηλικίες. Ένα πανέμορφο μελαχρινό κοριτσάκι με μακριά μαλλιά, που όσο μεγάλωνε τα έφτιαχνε όμορφες πλεξούδες σαν κορώνα ή φωτοστέφανο.
-Ποια είναι αυτή; Ρώτησε τη γιαγιά
-Η Κόκκινη Πριγκίπισσα!
Και η ιστορία ξεκίνησε. Η Κόκκινη Πριγκίπισσα κοιμόταν σε ένα κόκκινο κρεβάτι με κόκκινα σεντόνια. Έγραφε τα μαθήματα της σε κόκκινα τετράδια με κόκκινα μολύβια. Το πρωί έτρωγε μαρμελάδα φράουλα και έπινε βυσσινάδα.
Της άρεσαν τα καρπούζια, οι τομάτες, ο ήλιος το ξημέρωμα και το σούρουπο, οι παπαρούνες, οι κόκκκινες ανεμώνες και τα κόκκινα τριαντάφυλλα. Τρελαινόταν για τα κεράσια και τα κόκκινα σταφύλια. Πάντα ήθελε να δοκιμάζει από το γλυκό κόκκινο κρασί που είχαν στο παλάτι.
Στην άμαξα της τα καθίσματα ήταν όλα κόκκινα και είχε φίλο ένα μικρό κοκκινολαίμη με ανθρώπινη μιλιά…
…«Τι είναι αυτό που είναι πιο κόκκινο από τα κόκκινα;»… τη ρώτησε μια μέρα η γιαγιά διαβάζοντας από ένα βιβλίο με κόκκινο σπίτι. Η πριγκίπισσα χωρίς όνομα δεν βρήκε ποτέ την απάντηση.
Μέχρι εκείνη τη μέρα: Που είδε τα ζωγραφισμένα ρόδια του μικρού πρίγκιπα.
Ναι αν μπορούσες να στύψεις αυτά τα ρόδια, ο χυμός τους θα ήταν ο πιο κόκκινος από τα κόκκινα.

Με αυτή τη σκέψη τον πλησίασε θαρρετά και μίλησαν…
Μόνο που ένας κόμπος στο λαιμό εμπόδιζε τον μικρό πρίγκιπα να τη ρωτήσει αυτό που τον βασάνιζε:
-Κοιμήθηκε καλά; Δεν την ενόχλησε το μπιζέλι; Μήπως δεν ήταν αληθινή πριγκίπισα;

Όμως και πάλι δεν ρώτησε τίποτε, καθώς η πριγκίπισσα χωρίς όνομα άρχισε να του λέει για τα μαγικά της μπαλόνια. Γοητεύτηκε τόσο από την ιστορία της, που ξεχάστηκε. Ένα χαμόγελο χάραξε και πάλι στα χείλη του.

Η γιαγιά της λοιπόν της έμαθε πως μπορείς με μια κόκκινη κλωστή να φτιάξεις ότι μπαλόνι θέλεις και να το κάνεις να πετάξει. Η πριγκίπισσα χωρίς όνομα θα ήταν τότε 7-8 χρονών. Βγήκε στον κήπο με τα λουλούδια χαρούμενη και πήρε για πρώτη φορά στα χέρια της ένα από τα μαγικά μπαλόνια της γιαγιάς. Μετά άρχισε να φτιάχνει κι αυτή τα δικά της...

Έφτιαξε ένα μπαλόνι και μια καρδιά που τα έκανε να πετάξουν. Ένα περιστέρι ήρθε και στάθηκε δίπλα της σε ένα δέντρο. Από τότε τη συντρόφευε συχνά στα παιχνίδια της. Κι αφού γνωρίστηκαν καλά, της αποκάλυψε ότι μπορούσε να μιλάει. Έτσι το είχε όπως η Κόκκινη Πριγκίπισσα τον κοκκινολαίμη της.
Μεγάλωσαν και χάθηκαν. Τώρα η πριγκίπισσα χωρίς όνομα είχε φίλους τα σύννεφα, τα δέντρα που άνθιζαν για χάρη της, το φεγγάρι… Κι εκείνη έφτιαχνε μικρά αγγελάκια μπαλόνια και τα έστελνε στον ουρανό…

...Άλλες φορές πάλι, πήγαινε στη θάλασσα ψάχνοντας για κοκκινόψαρα. Μόνο που όταν τα έπιανε τα λυπόταν και τα έρριχνε και πάλι στο νερό. Μάζευε όμως κάτι όμορφα κοχύλια που η γιαγιά τα έλεγε "πορφύρες" και με αυτά έβαφε άλλα κόκκινα νήματα που άντεχαν στο νερό και μπορούσες να φτιάξεις μικρές βαρκούλες που πήγαιναν ως τα βάθη της θάλασσας. Η γιαγιά έλεγε πως κάποτε συνάντησε ακόμη και τη γοργόνα του παραμυθιού. Και είχε πραγματικά κατακόκκινα μαλλιά, σαν τα νήματά της!


…Μια μαγεία είχε απλωθεί πάνω τους. Ένα σύννεφο που μύριζε φράουλα και κανέλλα.
Και τότε ο μικρός πρίγκιπας τόλμησε να τη ρωτήσει αυτό που τον βασάνιζε:

-Ήταν αληθινή πριγκίπισα;

…Φοβάμαι πως τώρα θα σας στενοχωρήσω!
Η απάντηση δεν ήταν αυτή που περίμενε ο μικρός πρίγκιπας:
-Είμαι αληθινή πριγκίπισσα στο μικρό σπιτάκι μας στο Δάσος!
-Και η γιαγιά- βασίλισσα;
-Η γιαγιά ήταν η βασίλισσα του σπιτιού.
-Και το παλάτι;
-Α! Αυτό ήταν παλιά. Η γιαγιά ήταν βασίλισσα κι εκεί. Μα δεν μπορούσε να γίνει σκληρόκαρδη και έφυγε.
-Πήρε τη μαμά μου και έφυγαν μακριά στο Δάσος που ζούμε τώρα. Ο βασιλιάς μπαμπάς της ήθελε να της δώσει για άντρα έναν πρίγκιπα, αλλά εκείνη ήθελε το γιο του κηπουρού. Τον μπαμπά μου!
Ο βασιλιάς είπε πως δεν θα επέτρεπε κάτι τέτοιο ποτέ. Και πως θα τέλειωναν κι αυτή κι ο κηπουρός της τη ζωή τους στο πιο βαθύ μπουντρούμι του παλατιού. Χωριστά!


Η γιαγιά -που δεν ήταν τότε γιαγιά αλλά μια όμορφη πριγκίπισσα, διάβασε το βιβλίο "Πως να το σκάσετε από το παλάτι με τον κηπουρό", πήρε μια βαλίτσα, έριξε χάμω την κορώνα και περίμενε την κατάλληλη στιγμή.
Η κατάλληλη στιγμή για να το σκάσεις με τον κηπουρό, είναι πάντα, ένα σούρουπο με μοβ σύννεφα και φεγγάρι χλωμό. Η πριγκίπισσα, έβγαλε τα κατακόκκινα ρούχα της και για πρώτη φορά, έβαλε ένα καταπράσινο φουστάνι. Έτσι κατάλαβε ο κηπουρός πως θα τον αγαπούσε για πάντα. Και από κάτι ακόμη. Την πρώτη κόκκινη κλωστή που έβαψε με ζουμί λουλουδιών η αγαπημένη του." Με μια κόκκινη κλωστή με τύλιξε", απαντούσε αργότερα γελώντας καλοσυνάτα, όταν τον ρωτούσαν, πως κατάλαβε την αγάπη της. Από τότε, όταν κάποιος θέλει να μάθει με ποιόν τρόπο μια κοπελιά δείχνει την αγάπη της στον νέο που διάλεξε η καρδιά της (γιατί υπάρχουν τόσοι τρόποι, όσες είναι και οι κοπελιές), συνηθίζεται να τη ρωτάει: "πως τον τύλιξες;"

…Μια νύχτα χωρίς φεγγάρι μητέρα και κόρη, κηπουρός και γιος το έσκασαν και έφυγαν μακριά, μακριά. Στην άκρη του πιο πυκνού δάσους. Ο βασιλιάς δεν μπόρεσε να τους βρει ποτέ. Έγινε όλο και πιο σκληρόκαρδος. Όποιος μπορούσε έφευγε από το βασίλειο του. Μέχρι που κάποιος πιο σκληρόκαρδος από αυτόν, με στρατό και με κανόνια του πήρε ότι είχε και δεν είχε. Και από τότε κανείς δεν ξανάκουσε γι’ αυτόν…

Αντίθετα στο μικρό σπιτάκι του Δάσους, άνθισε η χαρά και η ευτυχία. Που όμως τώρα έφερνε τη δυστυχία στον μικρό πρίγκιπα.
.
Όμως δεν ήθελε να της κρύψει τίποτε και της άνοιξε τη καρδιά του. Της είπε και για τη κατάρα του κακού μάγου…


…Δεν θέλω όμως να σας κρατάω σε αγωνία…
Ο μικρός πρίγκιπας και η πριγκίπισσα που είχε πια όνομα, αφού το είπε για πρώτη φορά μέσα στον κήπο του πρίγκιπα, χαμένη στο άρωμα της φράουλας και της κανέλας και με τη δική της καρδούλα να πεταρίζει, αποφάσισαν να γίνουν χελιδόνια.

Ένα μεγάλο κόκκινο μπαλόνι από κλωστή της γιαγιάς ένωσε για πάντα το παλάτι με το μικρό σπίτι στο Δάσος.


Έφτιαξαν τη φωλιά τους στο παλάτι, στο μπαλκόνι του βασιλιά και της βασίλισσας.
Κάθε φθινόπωρο έφευγαν και κάθε άνοιξη γυρνούσαν, χαρίζοντας τους αμέτρητα εγγονάκια, που όπως μπορείτε να φανταστείτε ήταν χελιδονάκια –πρίγκιπες.
Οι οικογένειες των δυο ερωτευμένων χελιδονιών περνούσαν μαζί ατέλειωτες ώρες στον ευωδιαστό κήπο του παλατιού. Ο μπαμπάς –κηπουρός της νύφης τον είχε γεμίσει με ροδιές και όλα τα είδη των κόκκινων λουλουδιών που μπορεί κανείς να φανταστεί…

…Όσο κι αν πόνεσαν στην αρχή οι δυο οικογένειες, δεν μπόρεσαν παρά να χαίρονται όσο ποτέ την κάθε άνοιξη και τα τιτιβίσματα των χελιδονιών.
Κρατούσαν απαλά στα χέρια τους τα μικρά αυγουλάκια και μετά τα νεογέννητα χελιδόνια.
Τέτοια ευτυχία δεν την είχε κανείς ονειρευτεί.

Τα χρόνια περνούσαν. Ο βασιλιάς και η βασίλισσα παρά την ευτυχία τους, λαχταρούσαν να δουν και πάλι το πρόσωπο του παιδιού τους. Το ίδιο και οι γονείς της πριγκίπισσας με όνομα.

Και τότε, μια Απριλιάτικη νύχτα, με παράξενη ζέστη, έγινε το θαύμα… Όπως έμαθαν αργότερα, ο κακός μάγος, θύμα της αλαζονείας του, μεταμορφώθηκε μόνος του σε ποντίκι για να αποδείξει ότι μπορεί να κάνει τα πάντα και έγινε ο μεζές ενός παπουτσωμένου γάτου!
Αυτός ο γάτος έγινε πολύ διάσημος. Η ιστορία του έκανε το γύρο του κόσμου κι ακόμη και σήμερα τη διηγούνται οι γονείς στα παιδιά τους…

Ξαφνικά λοιπόν τα δυο χελιδόνια ξαναέγιναν άνθρωποι. Τα μικρά τους, δυο κοριτσάκια και τρία αγοράκια βρέθηκαν να μπουσουλάνε στο καταπράσινο χορτάρι.

Έγινε μεγάλο γλέντι εκείνη τη νύχτα. Και συνεχίστηκε μέρες και μέρες καθώς από κάθε γωνιά της χώρας κατέφθαναν τα πριγκιπόπουλα που από χελιδόνια είχαν γίνει ξανά αγόρια και κορίτσια.
Το Παλάτι και το Δάσος γέμισαν για πάντα από τις χαρούμενες φωνές τους…

Όσο για την πριγκίπισσα με όνομα, δεν θα σας το πω. Βλέπετε κανείς δεν πρέπει να το μάθει γιατί τότε μάγια κακά θα πέσουν στο βασίλειο. Και δεν το θέλει κανείς μας.
Όμως θα σας πω το μυστικό της γιαγιάς. Αυτή ήταν η Κόκκινη Πριγκίπισσα!
Θα σας πω και τα σοφά της λόγια και σκεφτείτε τα καλά:

«Κάποιος που είναι αρκετά σοφός για να λερώνει τα χέρια του με χώμα, βλέπει πολύ συχνά το απέραντο γαλάζιο του ουρανού καθώς και όλα τα χρώματα που τον πιτσιλούν το σούρουπο. Γιατί η καλύτερη ώρα να λερωθείς με χώμα είναι το σούρουπο».

ΤΕΛΟΣ
http://stoforos.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου